ΚΑΛΩΣHΡΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛOΓΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΞIAΡΧΟΥ.

Ο ιατρός είναι  εξειδικευμένος σε όλο το φάσμα της  Γαστρεντερολογίας , στην διαγνωστική και επεμβατική Ενδοσκόπηση: γαστροσκόπηση, κολονοσκόπηση, πολυποδεκτομή, ενδοσκοπική τοποθέτηση γαστροστομίας κτλ. και στην Ηπατολογία. Ο ιατρός λειτουργεί το ιατρείο του στην περιοχή Χαριλάου Θεσσαλονίκης από το 2007 και είναι συμβεβλημένος με τον ΕΟΠΥΥ. Στο Ενδοσκοπικό Εργαστήριο του ιατρείου  πραγματοποιούνται διαγνωστικές ενδοσκοπήσεις (γαστροσκόπηση και κολονοσκόπηση).

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ
ΑΡΘΡΑ
 
ΣΥΧΝΕΣ
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Εισαγωγή

 

Αυτό το άρθρο έχει σκοπό να ενημερώσει το κοινό για την ηπατίτιδα Β. Οι πληροφορίες που περιέχει αφορούν τον τρόπο μετάδοσης, την διάγνωση, την θεραπεία και την πρόληψη της.
Η κατανόηση τους βοηθά την επικοινωνία ασθενή-θεράποντα ιατρού και την στάση της κοινότητας προς τα άτομα που πάσχουν από ηπατίτιδα Β.

 

Το ήπαρ (συκώτι)

Είναι το δεύτερο σε μέγεθος όργανο του ανθρωπίνου σώματος μετά το δέρμα. Ζυγίζει περίπου 1,5 κιλά. Βρίσκεται στο ανώτερο δεξιό τμήμα της κοιλιάς, κάτω από τα πλευρά. Κάνει περισσότερες από 500 διαφορετικές λειτουργίες και παίζει βασικό ρόλο στην λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού.
Οι κυριότερες λειτουργίες του είναι:
1.μετατρέπει τις τροφές σε ουσίες που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη και την υγεία του οργανισμού.
2.«καθαρίζει» τις τοξικές ουσίες που εισέρχονται ή παράγονται στον οργανισμό.
3.παράγει χολή που είναι βασική για την πέψη των τροφών.
4.αποθηκεύει βιταμίνες, σάκχαρο και άλλες χρήσιμες ουσίες (ιχνοστοιχεία).
5.παράγει γρήγορη ενέργεια όποτε την χρειάζεται ο οργανισμός.

Ιογενής Ηπατίτιδα 

Ηπατίτιδα είναι μια φλεγμονή του ήπατος που προκαλείται από πολλές αιτίες. Οι πιο γνωστές είναι οι ιοί της ηπατίτιδας Α, της ηπατίτιδας Β και της ηπατίτιδας C, η αυξημένη και για μεγάλο χρονικό διάστημα κατανάλωση αλκοόλ, διάφορα φάρμακα και λοιμώξεις από άλλους ιούς ή μικρόβια.
Η ηπατίτιδες που προκαλούνται από τους ιούς Α, Β,C, D και Ε, λέγονται ιογενείς ηπατίτιδες. Αυτοί οι ιοί προσβάλουν σχεδόν αποκλειστικά το ήπαρ και προκαλούν φλεγμονή δηλαδή ηπατίτιδα. Όλες οι μορφές της ιογενούς ηπατίτιδας έχουν μια οξεία, συνήθως μικρής διάρκειας, φάση λοίμωξης με ή χωρίς συμπτώματα. Τα κυριότερα συμπτώματα είναι κόπωση, αδυναμία, σκούρα ούρα, λευκά κόπρανα και ίκτερος (κίτρινο χρώμα στα μάτια και στο δέρμα). Όταν η λοίμωξη διαρκεί περισσότερο από 6 μήνες λέγεται χρόνια. Η ηπατίτιδα Β μπορεί να είναι οξεία και χρόνια. Κάθε χρόνια ηπατίτιδα που δεν θεραπεύεται αποτελεσματικά, μπορεί να καταλήξει σε κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνο (ΗΚΚ).

Επιδημιολογία

Περίπου το ένα τρίτο (350.000.000) του πληθυσμού της γής πάσχει από χρόνια ηπατίτιδα Β. Στην Ελλάδα η συχνότητά της είναι περίπου 2-3% ενώ υπάρχουν περιοχές με αυξημένη συχνότητα μέχρι 25%. Αυξημένη συχνότητα εμφανίζεται επίσης μεταξύ των μεταναστών από την Αλβανία και τα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Τρόποι μετάδοσης

Η μετάδοση της ηπατίτιδας Β γίνεται με την επαφή ενός ατόμου που δεν έχει ανοσία με βιολογικά υγρά, όπως αίμα, σπέρμα, κολπικές εκκρίσεις, σάλιο (δάγκωμα), χρόνιων φορέων ή πασχόντων από οξεία ηπατίτιδα Β.
Ο ιός της ηπατίτιδας Β ζεί έξω από το σώμα για 10 ημέρες. Αποξηραμένο αίμα σε πετσέτες ή σε άλλα αντικείμενα πιθανόν να είναι επικίνδυνο.
Οι κυριότεροι τρόποι μετάδοσης είναι:
1. Σεξουαλική (ετεροφυλική ή ομοφυλοφιλική) επαφή με άτομα που
πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα Β, χωρίς προφύλαξη.
Μεταδίδεται με την κολπική, πρωκτική και την στοματική επαφή.
Είναι ο συνηθέστερος τρόπος μετάδοσης του ιού.
2. Κοινή χρήση συρίγγων, βελονών και άλλων μέσων που
χρησιμοποιούν οι χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών.
3. Κοινή χρήση «καλαμακίου» για λήψη κοκαΐνης από την μύτη.
4. Δημιουργία τατουάζ και τρύπημα αυτιών με μη αποστειρωμένα
εργαλεία.
5. Κοινή χρήση ξυραφιών, οδοντοβουρτσών, χτενών, ψαλιδιών και
τεχνιτών νυχιών.
6. Τραύματα από μολυσμένα αιχμηρά αντικείμενα.
7. Ούρα και έμετοι που περιέχουν αίμα.
8. Μετάγγιση μολυσμένου αίματος ή παραγώγων του. Εξαιρετικά
σπάνιο σήμερα, λόγω του ελέγχου των αιμοδοτών.
9. Μετάδοση από μητέρα στο παιδί (κάθετη μετάδοση) κατά την
γέννηση.
10. Παρεντερική έκθεση σε μολυσμένο αίμα.
11.Ενδοοικογενειακή διασπορά. Στην Ελλάδα αποτελεί τον σημαντικότερο τρόπο μετάδοσης από άτομα του ενδοοικογενειακού περιβάλλοντος των μικρών παιδιών. Απαιτείται έλεγχος των συγγενών 1ου βαθμού του ασθενούς(γονείς, αδέλφια, παιδιά) που πρωτοδιαγιγνώσκεται.
Δεν μεταδίδεται με τα δάκρυα, τον ιδρώτα, τα ούρα και κόπρανα, με το μητρικό γάλα, το φιλί, τα ποτήρια και άλλα μαγειρικά σκεύη, μουσικά όργανα, τουαλέτες, νερό και έντομα. Επίσης δεν μεταδίδεται με το σφίξιμο των χεριών, με το φαγητό που προετοιμάσθηκε από κάποιον που πάσχει από χρόνια ηπατίτιδα Β, με την επίσκεψη σε άτομο με ηπατίτιδα Β, με τον βήχα ή το φτέρνισμα.

Ποια άτομα κινδυνεύουν περισσότερο;

1. Σεξουαλικοί σύντροφοι και συγκάτοικοι ασθενών με χρόνια
ηπατίτιδα Β που δεν έχουν ανοσία.
2. Άτομα με πολλαπλούς (>2) ερωτικούς συντρόφους (ετερόφιλοι ή
ομοφυλόφιλοι).
3. Χρήστες ναρκωτικών ουσιών.
4. Άτομα που εκτίθενται λόγω επαγγέλματος σε βιολογικά υγρά:
γιατροί, νοσηλευτικό προσωπικό, οδοντίατροι, παρασκευαστές
εργαστηρίων, εργαζόμενοι σε ερευνητικά και διαγνωστικά
εργαστήρια, αστυνομικοί, πυροσβέστες, εργαζόμενοι σε
υπηρεσίες καθαριότητας και επεξεργασίας λυμάτων,
εργαζόμενοι σε γραφεία κηδειών και το προσωπικό και οι
τρόφιμοι ειδικών ιδρυμάτων .
5. Πολυμεταγγιζόμενοι με αίμα ή παράγωγά του.
6. Άτομα που μεταγγίσθηκαν πρίν το 1980.
7. Τρόφιμοι και προσωπικό φυλακών.
8. Αιμοκαθαιρόμενοι σε μονάδες τεχνητού νεφρού.
9. Μεταμοσχευμένοι
10. Άτομα που ταξιδεύουν σε χώρες με υψηλή συχνότητα
ηπατίτιδας Β.

Εξέλιξη

Όταν ένα άτομο μολυνθεί περνά αρχικά μια οξεία φάση μικρής διάρκειας, συνήθως ασυμπτωματική, η οποία ανάλογα με την αντίδραση του οργανισμού του (ανοσολογική απάντηση) μπορεί είτε να αποβάλλει τον ιό και να ιαθεί είτε να μεταπέσει σε χρόνια λοίμωξη (χρόνια ηπατίτιδα Β).
Οξεία λοίμωξη. Διαρκεί λιγότερο από 6 μήνες και αποτελείται από 4 στάδια: το στάδιο επώασης, το προϊκτερικό , το ικτερικό και το στάδιο ανάρρωσης.
Το στάδιο επώασης είναι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την στιγμή της μόλυνσης μέχρι την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Συνήθως διαρκεί 45-120 ημέρες. Περίπου οι μισοί ασθενείς δεν εμφανίζουν συμπτώματα ενώ οι υπόλοιποι εμφανίζουν τόσο ήπια που δεν γίνονται αντιληπτά. Σ’ αυτό το στάδιο το άτομο που έχει μολυνθεί μπορεί να μεταδώσει τον ιό.
Το προϊκτερικό στάδιο διαρκεί 3-10 ημέρες. Ο ασθενής έχει πυρετό, αδυναμία, κόπωση, πόνο στις αρθρώσεις και στην κοιλιά, τάση για έμετο και δεν έχει όρεξη για φαγητό. Ακολουθεί το ικτερικό στάδιο, όπου εμφανίζεται ο ίκτερος δηλαδή κίτρινο χρώμα στο δέρμα και στο λευκό των ματιών. Τα ούρα έχουν σκοτεινό χρώμα «κονιάκ» και τα κόπρανα είναι λευκά. Περίπου οι μισοί ασθενείς δεν εμφανίζουν κανένα σύμπτωμα. Στο στάδιο ανάρρωσης τα συμπτώματα εξαφανίζονται σιγά-σιγά αλλά η αδυναμία και η κόπωση μπορεί να παραμείνουν για αρκετό χρονικό διάστημα.
Όταν ο ιός δεν αποβάλλεται κατά την φάση της οξείας ηπατίτιδας και παραμένει για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από έξι μήνες τότε η λοίμωξη λέγεται χρόνια και οι ασθενείς χρόνιοι φορείς. Οι ενήλικες αποβάλλουν τον ιό σε ποσοστό πάνω από 95% και αποκτούν ανοσία. Δεν μπορούν να μολυνθούν ξανά αλλά δεν μπορούν να γίνουν αιμοδότες. Αντίθετα στα νεογνά που μολύνονται κατά τον τοκετό ο κίνδυνος μετάπτωσης σε χρόνια ηπατίτιδα είναι πάνω από 95% και στα παιδιά μεγαλύτερα των 5 ετών είναι 60%.
Από τους χρόνιους φορείς ένα ποσοστό 30-40% θα αναπτύξει χρόνια ηπατίτιδα Β η οποία οδηγεί σε ίνωση του ήπατος (δημιουργία ουλών) αν δεν χορηγηθεί κατάλληλη θεραπεία. Το αλκοόλ και διάφορα φάρμακα (παυσίπονα, φυτικά φάρμακα, συμπληρώματα διατροφής) αυξάνουν την φλεγμονή του ήπατος και πρέπει να αποφεύγονται. Η ίνωση με την σειρά της προκαλεί κίρρωση. Η χρόνια ηπατίτιδα Β προκαλεί επίσης ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Υπολογίζεται ότι 25-40% των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα Β πεθαίνουν από επιπλοκές της κίρρωσης ή από ηπατοκυτταρικό καρκίνο.
Οι υπόλοιποι χρόνιοι φορείς συνήθως δεν έχουν κανένα σύμπτωμα, η λειτουργία του ήπατος είναι κανονική και λέγονται χρόνιοι ανενεργοί φορείς. Όμως κάποιοι μπορεί να έχουν ελάχιστη ηπατική νόσο και να εμφανίσουν επιπλοκές.
Γενικά, όλοι οι χρόνιοι ανενεργοί φορείς χρειάζονται παρακολούθηση διότι κάποια στιγμή μπορεί να εμφανίσουν χρόνια ηπατίτιδα. Σκοπός της παρακολούθησης είναι η έγκαιρη ανεύρεση αυτής της μετάπτωσης σε χρόνια ηπατίτιδα και η χορήγηση θεραπείας για την πρόληψη της ανάπτυξης των επιπλοκών της χρόνιας ηπατίτιδας.

Διάγνωση

Υπάρχουν δύο τύποι χρόνιας ηπατίτιδας Β, η HBeAg θετική και η HBeAg αρνητική ή antiHBe θετική. Στην Ελλάδα κυριαρχεί η HBeAg αρνητική χρόνια ηπατίτιδα Β.
Η διάγνωση γίνεται βασικά με την ανίχνευση του αντιγόνου επιφανείας του ιού της ηπατίτιδας Β (HBsAg) στο αίμα. Οι υπόλοιποι δείκτες που εξετάζονται στο αίμα είναι το αντιγόνο (HBeAg)και το αντίσωμα e(antiHBe), το αντίσωμα S έναντι του αντιγόνου επιφανείας (antiHBs) και το αντίσωμα core (antiHBc).
Άλλες εξετάσεις που πρέπει να γίνονται μετά την επιβεβαίωση της ηπατίτιδας Β είναι:
1.το HBV DNA που μετρά την ποσότητα του ιού στον οργανισμό,
2.οι ηπατικές δοκιμασίες που δείχνουν την λειτουργία του ήπατος, δηλαδή οι τρανσαμινάσες ( AST, ALT), η χολερυθρίνη και ο χρόνος προθρομβίνης
3.το υπερηχοτομογράφημα άνω κοιλίας που περιλαμβάνει το ήπαρ, τον σπλήνα, την χοληδόχο κύστη, τον χοληδόχο πόρο και τους νεφρούς .
4.η βιοψία ήπατος: η καλύτερη μέθοδος ανίχνευσης ηπατικής βλάβης. Mε μία βελόνη λαμβάνεται ένα μικρό τεμαχίδιο ήπατος, μήκους 1-2 εκατοστών που στέλνεται για εξέταση.

 


Θεραπεία

Σε ασθενείς με οξεία ηπατίτιδα Β δεν χορηγείται ειδική θεραπεία για την ηπατίτιδα Β. Η υποστηρικτική αγωγή είναι αρκετή και πολλές φορές δεν χρειάζεται νοσηλεία σε θεραπευτικό ίδρυμα.
Οι ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα Β με ή χωρίς κίρρωση του ήπατος πρέπει να λαμβάνουν θεραπεία.
Ενώ σήμερα υπάρχουν αποτελεσματικά φάρμακα για την χρόνια ηπατίτιδα Β, μόνο ένα μικρό ποσοστό των αρρώστων παίρνουν θεραπεία λόγω αμέλειας, έλλειψης ή κακής ενημέρωσης, κ.α.
Τα φάρμακα που υπάρχουν δεν εκριζώνουν πλήρως τον ιό της ηπατίτιδας Β. Ωστόσο εμποδίζουν την εξέλιξη της χρόνιας ηπατίτιδας σε κίρρωση ή/ και ηπατοκυτταρικό καρκίνο.
Τα εγκεκριμένα φάρμακα είναι οι ιντερφερόνες (απλή και πεγκυλιωμένη) και τα νουκλεοτ(σ)ιδικά ανάλογα (λαμιβουδίνη, αδεφοβίρη, εντεκαβίρη, τελμιβουντίνη, τενοφοβίρη).
Τα πλεονεκτήματα των ιντερφερονών είναι ή ορισμένη διάρκεια θεραπείας, η παρατεταμένη απάντηση μετά το τέλος της θεραπείας, η κάθαρση του ιού έστω και σε μικρό ποσοστό και η μη εμφάνιση ανθεκτικών στελεχών. Μειονεκτήματα των ιντερφερονών είναι το υψηλό κόστος, η παρεντερική ( ενέσιμα φάρμακα) χορήγησή τους και οι συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Τα νουκλεοτ(σ)ιδικά ανάλογα λαμβάνονται από το στόμα, είναι καλά ανεκτά και δεν παρουσιάζουν σημαντικές παρενέργειες. Μειονεκτήματα της θεραπείας με νουκλεοτ(σ)ιδικά ανάλογα είναι η μακράς διάρκειας θεραπεία, η υποτροπή της λοίμωξης μετά την διακοπή της θεραπείας και η ανάπτυξη ανθεκτικών στελεχών έναντι του ιού της ηπατίτιδας Β.

Ποιοι ασθενείς πρέπει να λάβουν θεραπεία;

Θεραπεία χορηγείται μόνο σε εκείνους τους ασθενείς που θα ωφεληθούν.
Η τελική απόφαση για την χορήγηση θεραπείας και το είδος αυτής θα πρέπει να λαμβάνεται από γιατρούς που ασχολούνται συστηματικά με το ήπαρ και τις ασθένειες του και με την συμφωνία του ασθενούς μετα από πλήρη ενημέρωσή του.

Χρόνιοι ανενεργείς φορείς

Οι χρόνιοι φορείς της νόσου δεν ωφελούνται από την θεραπεία και θα πρέπει να παρακολουθούνται, όπως αναφέρθηκε, ανα εξάμηνο με εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις για την έγκαιρη ανίχνευση τυχόν επανεργοποίησης της χρόνιας ηπατίτιδας Β.
Η μοναδική ένδειξη θεραπείας των χρόνιων ανενεργών φορέων του HBV είναι η έναρξη θεραπείας με ανοσοκατασταλτικά (π.χ κορτιζόνη για μεγάλο διάστημα, anti-TNF) ή χημειοθεραπευτικά φάρμακα. Λόγω του αυξημένου κινδύνου επανεργοποίησης της νόσου χορηγείται ένα νουκλεοσ(τ)ιδικό ανάλογο, αρχίζοντας 2 εβδομάδες πριν την έναρξη και συνεχίζοντας μέχρι 6 μήνες μετά την διακοπή της χορήγησης των παραπάνω φαρμάκων.

Πρόληψη

Η πρόληψη της ηπατίτιδας Β στηρίζεται στην ενημέρωση και στην ανοσοπροφύλαξη.
Η ενημέρωση αφορά την βελτίωση των συνθηκών υγιεινής και διαβίωσης, την σχολαστική τήρηση των κανόνων υγιεινής από τα άτομα που εκτίθενται επαγγελματικά, την ευαισθητοποίηση των ομάδων υψηλού κινδύνου και τις οδηγίες σεξουαλικής συμπεριφοράς.
Η ανοσοπροφύλαξη έναντι της ηπατίτιδας Β διακρίνεται σε ενεργητική και παθητική.
Η ενεργητική βασίζεται στον εμβολιασμό. Το εμβόλιο χορηγείται σε τρείς δόσεις. Η δεύτερη γίνεται ένα μήνα μετά την πρώτη και η τρίτη 6 μήνες μετά την πρώτη. Η χορήγηση και των τριών δόσεων με την ανάπτυξη αντισωμάτων σε τίτλο μεγαλύτερο από 10Miu/ml προσφέρει προστασία για 10-15 χρόνια. Το εμβόλιο είναι ασφαλές και δεν εμφανίζει παρενέργειες κατά την χορήγησή του.
Στην Ελλάδα ο εμβολιασμός είναι υποχρεωτικός στα βρέφη και στους εφήβους. Επίσης, συνιστάται στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, σε πολυμεταγγιζόμενους ασθενείς ( αιμορροφιλικοί), σε αιμοδιυλιζόμενους, ομοφυλόφιλους, χρήστες ναρκωτικών ουσιών, ιερόδουλες και οικογένειες ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα Β.
Η παθητική γίνεται με την χορήγηση υπεράνοσου γ-σφαιρίνης. Χορηγείται σε νεογνά μητέρων με χρόνια ηπατίτιδα Β αμέσως μετά τον τοκετό και σε άτομα που έρχονται σε επαφή με τον ιό και δεν έχουν εμβολιασθεί ( τρύπημα βελόνης, σεξουαλική επαφή). Πρέπει να χορηγείται το συντομότερο δυνατόν μετά από μια τέτοια επαφή πριν την χορήγηση του εμβολίου. Προσφέρει ανοσία σε ποσοστό πάνω από 70-75% για τουλάχιστον 3 μήνες.